μυοθήρας — μυοθήρᾱς , μυοθήρας mouse catching snake masc acc pl μυοθήρᾱς , μυοθήρας mouse catching snake masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοθῆραι — μυοθήρας mouse catching snake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοθήραις — μυοθήρας mouse catching snake masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
μυοθηρατής — μυοθηρατής, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, μέσω αμάρτυρου *μυοθηρώ (βλ. μυοθηρεύω] … Dictionary of Greek
μυοθηρεύω — (Α) κυνηγώ ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί τού ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση τού ρ.] … Dictionary of Greek
μυοθηρώ — μυοθηρῶ, έω (Α) [μυοθήρας] κυνηγώ ποντίκια, πιάνω ποντίκια … Dictionary of Greek
μυολόγος — ο (Α μυολόγος) μυοθήρας νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τής υφής, τής δομής και τής λειτουργίας τού μυϊκού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + λόγος*] … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek